μαχαιροφόρος — wearing a sabre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρον — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc sg μαχαιροφόρος wearing a sabre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόροι — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόροις — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρους — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρων — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιροφορώ — (Α μαχαιροφορῶ, έω) [μαχαιροφόρος] κρατώ μαχαίρι, είμαι οπλισμένος με μαχαίρι … Dictionary of Greek